παπυρογραφία

παπυρογραφία
η
η γραφή σε πάπυρο, η τέχνη τού να γράφει κανείς σε πάπυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάπυρος + -γραφία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Ταχυδρομικό Οδηγό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παπυρογραφικός — ή, ό [παπυρογραφία] σχετικός με την παπυρογραφία …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”